Κρασί: η λέξη “κρασί” αντικατέστησε τη αρχική λέξη “οίνος” . Η λέξη κατάγεται, με μεσολάβηση των τύπων κρασίν < κρασίον, από τη λέξη κράσις (ανάμειξη), που με τη σειρά της είναι παράγωγο του ελληνικού θέματος κρα (<ρήμα κεράννυμι= αναμειγνύω και το ουσιαστικό κρατήρ= σκεύος ανάμειξης οίνου με νερό).
Η ετυμολογία της λέξης αντανακλά τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να πίνουν το κρασί τους ανακατεμένο με νερό, σε σκεύη που ονομάστηκαν «κρατήρες». Το νερωμένο κρασί ονομάζονταν «κεκραμένος οίνος» ενώ το ανέρωτο «άκρατος».
Το να πίνει κάποιος κρασί που δεν είχε αναμειχθεί με νερό (“άκρατος οίνος”) θεωρούνταν βαρβαρότητα και συνηθιζόταν μόνο από αρρώστους ή κατά τη διάρκεια ταξιδιών ως τονωτικό. Αναφέρεται μάλιστα ότι κάποιος νομοθέτης το είχε απαγορεύσει επί ποινή θανάτου.
Ρακί ή Ρακή ή Τσικουδιά: η ονομασία ρακή είναι το απόσταγμα που παράγεται από ρώγες σταφυλιών (στεμφύλων). Στα αρχαία ελληνικά η ρώγα λεγόταν ραξ (ή ιωνικά ρωξ). Η ρακή λέγεται και τσικουδιά, επειδή τα στέμφυλα στην Κρήτη λέγονται και τσίκουδα. Η λέξη τσίκουδα είναι παραλλαγή της λέξης κούκουδα που σημαίνει κουκούτσια.
Σε άλλα μέρη της Ελλάδος τα στέμφυλα ονομάζονται και τσίπουρα οπότε εκεί η ρακή λέγεται και τσίπουρο. Άλλοι υποστηρίζουν πως η λέξη έχει τουρκική προέλευση από την λέξη raki <αραβικά araq, που ήταν είδος γλυκού χυμού της Μέσης Ανατολής φτιαγμένου από σπόρους σιταριού και ρυζιού.
Ούζο: η ονομασία ούζο, σύμφωνα με ορισμένους, προέρχεται από την τουρκική λέξη üzüm, που σημαίνει “τσαμπί σταφύλι” και “αφέψημα από σταφίδες”. Κατ’ άλλους από το γεγονός ότι μια εταιρία εξήγαγε το ποτό αυτό στη Μασσαλία και στα κιβώτια της εξαγώγιμης παρτίδας αναγραφόταν η φράση “uso Massalia”= δηλαδή “προς χρήση στη Μασσαλία». Στη συνέχεια έφυγε η λέξη “Μασσαλία” και έμεινε η λέξη uso. Πιο πιθανό είναι, βέβαια, το ούζο να έχει τη ρίζα του στην αρχαιοελληνική λέξη «όζω»= μυρίζω λόγω του πολύ δυνατού αρώματος του.
Σούμα: από το λατινικό summa (άθροισμα) εννοούμε όλο το απόσταγμα που προκύπτει αθροιστικά, σαν σύνολο, κατά την πρώτη απόσταξη της ρακής.
Ρετσίνα: προέρχεται από την λέξη «ρητίνη», καθώς η ρετσίνα είναι το κρασί που παράγεται μόνο στην Ελλάδα με την προσθήκη της φυτικής ρητίνης πεύκου κατά την έναρξη της αλκοολικής ζύμωσης.
Μπίρα: ένα από τα πιο κοινά αλκοολούχα ποτά. Η ελληνική λέξη για το εν λόγω ποτό είναι «ζύθος», που αναφέρονταν σε ποτό φτιαγμένο από το Αιγυπτιακό κριθάρι. Η ρίζα της λέξης είναι το ρήμα «ζέω» που σημαίνει «βράζω», αναφερόμενο προφανώς στον τρόπο κατασκευής του ποτού. Το λατινογενές «μπίρα» προέρχεται από την ιταλική λέξη «birra» που με την σειρά της έχει τις ρίζες της στο λατινικό «biber /bibere»= ποτό /πίνω. Άρα η ορθή ορθογραφία της λέξης είναι «μπίρα» και όχι «μπύρα».
Μπράντυ: το μπράντυ ή μπράντι είναι οινοπνευματώδες ποτό το οποίο προέρχεται από την απόσταξη κρασιού και άλλα ζυμωμένα φρούτα. Η λέξη προέρχεται από την ολλανδική λέξη brandewijn, η οποία σημαίνει «καμένο κρασί» ή «κρασί που καίει» αναφερόμενο στην θερμότητα που απαιτείται για την απόσταξη του. Στην πόλη Cognac στη Γαλλία παράγεται το διάσημο κονιάκ ένα μπράντι που δημιουργείται με διπλή απόσταξη κρασιού και στη συνέχεια παλαιώνει σε δρύινα βαρέλια.
Σαμπάνια: το αφρώδες κρασί πήρε το όνομα του από την Champagne(Καμπανία), επαρχία της βορειοανατολικής Γαλλίας, όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά.
Ουίσκι: η ονομασία ετυμολογείται από την κελτική λέξη «Uisge Beathe» η οποία σημαίνει νερό της ζωής και αρχικά αναφερόταν σε όλα τα προϊόντα απόσταξης τα οποία χρησιμοποιούνταν για φαρμακευτικούς σκοπούς.
Βότκα: το ποτό ήταν ήδη γνωστό στη Ρωσία από τις αρχές του 16ου αιώνα, αφού η λέξη βότκα σήμαινε νεράκι (voda στα ρωσικά και wódka στα πολωνικά). Αυτό μπορεί κανείς να το ερμηνεύσει ως αποτύπωση της ποσότητας νερού που χρησιμοποιείται στην παραγωγή της βότκας,
Ρούμι: η προέλευση της λέξης «ρούμι» είναι συγκεχυμένη. Πιθανότερα έχει την ρίζα «rum» που προκύπτει από τη λέξη «rumbullion» -της αγγλικής αργκό του 17ου αιώνα- και σήμαινε «οχλαγωγία, χαρά και διασκέδαση».
Βερμούτ: προέρχεται από την γερμανική λέξη wormut (γαλλικά Vermouth) που αναφέρεται στο φυτό άψινθος, που χαρακτηρίζεται από την πικρή του γεύση και υπονοεί την προσθήκη του στο σχηματισμό του ποτού.
Λικέρ: από την γαλλική λέξη liqueur η οποία προέρχεται από το λατινικό απαρέμφατο «liquifacere» που σημαίνει διαλύω και αναφέρεται στην διάλυση των αρωμάτων και των γεύσεων στο οινόπνευμα. Στη Ρόδο μάλιστα φτιάχνονταν παλιότερα το Sette Herbe, ένα σκουροπράσινο χωνευτικό λικέρ από 7 βότανα που έφτιαχναν οι Φραγκισκανοί μοναχοί στη Μονή της Φιλέρημου. Τα βότανα τα μάζευαν από τον λόφο της Φιλέρημου και είναι γνωστά μόνον τα τέσσερα: το φασκόμηλο, η ρίγανη, το θυμάρι και η αψιθιά.
Τζίν: προήλθε από ένα απόσταγμα με βάση τον κέδρο που κυκλοφορούσε το 14ο αιώνα στη Φλάνδρα και λέγεται ότι είχε προστατευτικές ιδιότητες ενάντια στην πανούκλα. Ο κόσμος όχι απλώς έπινε το ποτό, αλλά φορούσε και μάσκες με καρπούς κέδρου ως προστασία. Οι Δανοί και οι Φλαμανδοί ονόμασαν το καινούριο ποτό Jenever (από το όνομα του κέδρου), από όπου προήλθε και η αγγλική ονομασία του τζιν.
Επιμέλεια Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς
Φιλόλογος
Το διαβάσαμε εδώ