Είναι η ευγενέστερη ερυθρή ποικιλία του βορειοελλαδικού χώρου. Καλλιεργείται κυρίως στην Νάουσα, τη Γουμένισσα, το Αμύνταιο, τη Ραψάνη, το Τρίκωμο, τη Σιάτιστα, το Βελβεντό και σε μικρότερη έκταση στο Άγιο Όρος, την Όσσα, τα Ιωάννινα, τη Μαγνησία, την Καστοριά και τα Τρίκαλα. Συνολικά η έκταση φθάνει τα18.000 στρέμματα. Αποτελεί μία από τις δύο δυναμικότερες ερυθρές εγχώριες ποικιλίες, μαζί με το Αγιωργίτικο της Νεμέας, και θα μπορούσε να διεκδικεί μια θέση στον ευρωπαϊκό αμπελώνα καθώς παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τις γνωστές ποικιλίες Pinot Noir, Nebbiolo και Βarbera.
Φυτεμένο σε κάθε γωνιά της κεντρικής και της Βόρειας Ελλάδας, το Ξινόμαυρο είναι αποκλειστικά υπεύθυνο ή συμμετέχει στα ερυθρά κρασιά ΠΟΠ Νάουσα, ΠΟΠ Αμύνταιο, ΠΟΠ Γουμένισσα και ΠΟΠ Ραψάνη, καθώς και στα ξηρά και αφρώδη κρασιά του Αμυνταίου (ΠΟΠ Αμύνταιο). (newwinesofgreece).
Αμπελογραφικοί χαρακτήρες
Κορυφή νεαρού βλαστού μέτρια ανοιχτή με πυκνό χνούδι. Ανεπτυγμένο φύλλο μέτριο ως μεγάλο, σφηνοειδές, τρίκολπο ή και χωρίς κόλπους. Μισχικός κόλπος σε σχήμα V με τα χείλη να επικαλύπτονται. Έλασμα παχύ με την πάνω επιφάνεια λεία, βαθυπράσινη και την κάτω επιφάνεια καλυμμένη με πυκνό χνούδι. Σταφύλι μέτριου μεγέθους, κυλινδρικωνικό, πυκνό, πτερυγωτό. Ράγα μέτριου μεγέθους σφαιρική, κυανομέλανη. Φλοιός μέτριου πάχους πλούσιος σε ανθοκυάνες και ταννίνες. Σάρκα μαλακή με πολύ χυμό μεγάλης περιεκτικότητας σε οξέα. Γίγαρτα 1-3 ανά ράγα. (Σταυρακάκης 2004)
Καλλιεργητική συμπεριφορά και Ιδιότητες:
Ποικιλία ζωηρή, πολύ παραγωγική (2-3 σταφύλια ανά καρποφόρο βλαστό), μέσης οψιμότητας. Μορφώνεται σε αμφίπλευρο γραμμικό Royat και δέχεται κλάδεμα βραχύ. Ευδοκιμεί σε βαθιά καλά αποστραγγιζόμενα ασβεστούχα εδάφη, όπου δίνει
οινικά προϊόντα υψηλής ποιότητας. Δεν παρουσιάζει προβλήματα με τα περισσότερα υποκείμενα που χρησιμοποιούνται στη Ελλάδα. Είναι ευαίσθητο στο ωίδιο, το βοτρύτη, το μολυσματικό εκφυλισμό και πολύ ευαίσθητο στην ξηρασία ενώ ορισμένες χρονιές εμφανίζει φυλλοξηρικές κηλίδες στα φύλλα.
Το Ξινόμαυρο είναι μια ποικιλία η οποία δεν συγχωρεί καλλιεργητικά λάθη και παραλείψεις. Παρουσιάζει έντονα την έλλειψη καλίου, ενώ σε υπερβολική αζωτούχο λίπανση και άρδευση οδηγεί σε αυξημένη ζωηρότητα. Αυστηρό κορυφολόγημα και εκτεταμένο ξεφύλλισμα έχουν αρνητική επίδραση στην ποιότητα των σταφυλιών. Οι λανθασμένες καλλιεργητικές τεχνικές οδηγούν αμέσως στην εμφάνιση των αδύνατων σημείων του Ξινόμαυρου όπως είναι το φτωχό χρώμα και ο επιθετικός χαρακτήρας στη γεύση (Σπινθηροπούλου 2000). Η βλάστησή του ξεκινάει το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου και ωριμάζει από το 3° δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και μετά. (Σπινθηροπούλου 2001, Σταυρακάκης 2004).
Σε δροσερές περιοχές, με μικρές αποδόσεις ανά πρέμνο, μπορεί να δώσει πλούσια ερυθρά κρασιά, γεμάτα, με υψηλό αλκοολικό τίτλο, καλό χρώμα και αρκετές τανίνες που θα το βοηθήσουν σε μακρά παλαίωση.
Το χρώμα της ποικιλίας είναι ρουμπινί ως και πορφυρό. Τα νεαρής ηλικίας κρασιά έχουν αποχρώσεις ιώδεις ενώ όσο παλαιώνουν αποκτούν κεραμιδί αποχρώσεις.
Στη μύτη παρουσιάζει πολυπλοκότητα. Κυριαρχούν τα μπαχαρικά, τα κόκκινα φρούτα και η ντομάτα στα νέα κυρίως κρασιά. Τα παλαιωμένα κρασιά αποκτούν περισσότερο νότες μπαχαρικών αλλά και ζωικά αρώματα (δέρμα). Στο στόμα μπορεί να δώσει κρασιά με σώμα από μέτριο ως πλούσιο, και οξύτητα που σε συνδυασμό με τις τανίνες, επιβάλλουν παλαίωση πριν από την κατανάλωση. Παλαιώνοντας μαλακώνει χωρίς όμως να παύει να είναι ένα στιβαρό κρασί