Tα επονομαζόμενα Super Tuscans είναι κρασιά υψηλού κύρους και γοήτρου, με χαρακτηριστικά του προφίλ τους: τις υψηλές τιμές διάθεσης, την περιορισμένη παραγωγή, το πυκνό, συμπυκνωμένο, καλοφτιαγμένο έως τεχνικά άψογο στυλ, τη διεθνή ποικιλιακή σύνθεση (κατά ένα μεγάλο ποσοστό) και την κατάληξη -aia στο όνομα του κρασιού. Μια συγκεκριμένη συνταγή, που εάν βρεθεί ο κατάλληλος επενδυτής για να αγοράσει ορισμένα από τα καλύτερα αμπελοτόπια της ευρύτερης περιοχής της Τοσκάνης και να νοικιάσει τον κατάλληλο οινοποιό, μπορεί πλέον να αναπαραχθεί με μονότονη ευκολία. Και πάντα, γύρω από ένα castello το οποίο θα μετατραπεί σε boutique ξενώνα για ένα πλήρες πακέτο εκμετάλλευσης.
Η ιστορία των Super Tuscans κρασιών πάει πολύ πίσω, επτά και κάτι δεκαετίες, και αποτελεί ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα προς μίμηση, που κολλάει γάντι στο ταμπεραμέντο των Ιταλών, δύσκολα ωστόσο αναπαράγεται αλλού.
Πριν όμως από την εκτενή περιγραφή των Super Tuscans (ST) θα πρέπει να γίνει μια αναφορά στην περιοχή που τα γέννησε, την Τοσκάνη. Ιστορικά η Τοσκάνη -η ευρύτερη περιοχή της Φλωρεντίας και της Σιένα, των δύο πόλεων που ανέκαθεν έριζαν για την κυριαρχία της- αποτελούσε μια από τις πιο πλούσιες φεουδαρχικές περιοχές με μεγάλη οικονομική ακμή κατά την περίοδο της Αναγέννησης και σημαντικό καλλιτεχνικό και εμπορικό στίγμα. Η παράλληλη ανάπτυξη των γεωργικών προϊόντων ήταν επακόλουθη, αφού τόσο οι κλιματολογικές, όσο και οι οικονομικές συνθήκες υπήρξαν ιδιαιτέρως ευνοϊκές. Το κρασί, αναπόσπαστο κομμάτι της ανάπτυξης, υπήρξε πάντοτε παρόν και από πολύ νωρίς η περιοχή διακρίνονταν για το ονομαστό κρασί του Chianti από την ποικιλία Sangiovese. Μια ποικιλία ιδιαιτέρως «άγαρμπη», με πολλές τανίνες, που οι παραγωγοί στην προσπάθειά τους να τη μαλακώσουν και να την κάνουν εμπορικά πιο εύκολη, την αναμίγνυαν, αρχικά με λευκές ποικιλίες και στη συνέχεια με διεθνείς. Το κρασί του Chianti και των υποπεριοχών του, αναγνωρισμένο πλέον ως D.O.C.G., μέχρι πρόσφατα χαρακτηριζόταν από ουσιαστική έλλειψη ταυτότητας. Ενώ επί παραδείγματι, η περιοχή του Barolo είχε σαφές γεωγραφικό πλαίσιο, ποικιλιακή σύνθεση, παλαίωση και γενικότερα ταυτότητα, το Chianti ανέκαθεν προσπαθούσε να υιοθετήσει ένα στυλ. Μια πολύ μεγάλη γεωγραφική περιοχή, μια δύστροπη ποικιλία και αρκετοί ευκατάστατοι γαιοκτήμονες αποτέλεσαν το κατάλληλο υπόστρωμα για να εμφανιστούν τα ST.
Super Tuscans: Έχει η κατηγορία, πλέον, λόγο ύπαρξης;
Η γέννηση των Super Tuscans…
Η κατηγορία των ST δεν είναι επίσημη, αναγνωρισμένη. Αποτελεί ένα ευφυολόγημα του γνωστού δημοσιογράφου οίνου Robert Parker για να περιγράψει την πυκνότητα και το ύφος των καλοδομημένων κρασιών της Τοσκάνης, φτιαγμένων, αρχικά, σε ένα μεγάλο ποσοστό από τη γαλλική ποικιλία Cabernet Sauvignon, η οποία επειδή δεν ήταν παραδοσιακή της περιοχής, δεν μπορούσε παρά να παράγει απλούς επιτραπέζιους οίνους (vino da tavola) πολύ υψηλής ποιότητας, εφάμιλλους των πρωτοκλασάτων του Bordeaux.
Η ιστορία τους στην ουσία ξεκινάει όταν ο μαρκήσιος Mario Incisa della Rochetta, με καταγωγή από το Πιεμόντε, παντρεύτηκε μια ευγενή από την Τοσκάνη που άκουγε στο όνομα della Gherardesca και πήρε προίκα μια μεγάλη περιοχή στο Bolgheri, στα παράλια της Τοσκάνης, η οποία έκανε μόνο για να βοσκούν αγελάδες και να μεγαλώνουν άλογα. Και στην πραγματικότητα, η κύρια ασχολία του μαρκησίου della Rochetta υπήρξε η δημιουργία ενός από τα σπουδαιότερα ιπποφορβεία στον κόσμο που ανέδειξε τον Ribo, τον πιο σπουδαίο ίσως επιβήτορα ράτσας στα άλογα κούρσας. Πολύ σύντομα όμως, ο κοσμοπολίτης μαρκήσιος, μετά από έρευνες των κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής του, διέκρινε πολλές ομοιότητες με εκείνες του Bordeaux. Και επειδή του άρεσε το Lafite Rothschild, έχοντας και τις κατάλληλες πάντα γνωριμίες, φύτεψε, το 1948, Cabernet Sauvignon και Cabernet Franc από το συγκεκριμένο château, παράγοντας ένα πολύ μέτριο κρασί το οποίο προοριζόταν για προσωπική του κατανάλωση. Το 1968, διαπιστώνει ότι το κρασί που παράγεται από τα σταφύλια του έχει διαφοροποιηθεί. Στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τις διαφορές, στρέφεται για βοήθεια στον πολύ γνωστό οινοποιό της περιοχής και πρωτεξάδελφό του Piero Antinori, της γνωστής οικογένειας οινοποιών, ο οποίος του συστήνει τον Giacomo Tachis, οινολόγο που είχε θητεύσει δίπλα στον καλύτερο μπορντολέζο οινολόγο του 20ου αιώνα, τον καθηγητή Emile Peynaud. Ο Giacomo Tachis αναλαμβάνει να ασχοληθεί με το Tenuta San Guido, το κτήμα που παράγει το κρασί Sassicaia. Τα πράγματα δεν θα είναι πια τα ίδια στο Bolgheri, αλλά και εν γένει στο ιταλικό κρασί.
Θα χρειαστούν 4 χρόνια, μέχρι το 1972, όταν ο γνωστός οινογράφος Hugh Johnson θα οργανώσει μια τυφλή γευστική δοκιμή για το περιοδικό Decanter, στην οποία το Sassicaia καταφέρνει και αποκτά μια θέση στο πάνθεον των καλύτερων κρασιών του κόσμου. Ούτε ένα Barolo, ούτε ένα Brunello, ούτε ένα Chianti, αλλά ένα απλό επιτραπέζιο κρασί από ένα άγνωστο χωριό της Τοσκάνης, από Cabernet Sauvignon (τι όνειδος!!!), καταφέρνει να στρέψει τα μάτια των αγοραστών, των συλλεκτών, των κριτικών επάνω του. Αυτόματα και το ενδιαφέρον γενικότερα για μια περιοχή που πέρνα κρίση, αναθερμαίνεται. Ο εξάδελφος Piero Antinori δεν θα μείνει αδιάφορος. Ακολουθώντας τη συνταγή, λανσάρει το 1971 το Tignanello από το ομώνυμο κτήμα, ενώ το 1978 πάει ένα βήμα πιο μπροστά, και από την ηλιόλουστη πλαγιά του Tignanello δημιουργεί το Solaia.
… και η εξέλιξή τους
Sammarco (1980), Flacianello(1981), Camartina (1981), Fonatlloro (1983), Ornellaia (1985), Bracaia (1988), Lupicaia (1993), Redigaffi (1994), Solengo (1994), Galatrona (1994), W (2003), Giorgio Primo (2003), L’Aparita (1985), Le Stanze (1983), Masseto (1985) είναι ορισμένα μόνο από τα ST που ακολούθησαν, βασισμένα σε μια πολύ συγκεκριμένη λογική: εντυπωσιακά, σαγηνευτικά κρασιά με χρήση ξένων ποικιλιών όπως: Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah, Alicante, σε συνδυασμό μεταξύ τους, μόνα τους ή σε αναμείξεις με Sangiovese, με τους πιο τοπικιστές να χρησιμοποιούν αποκλειστικά Sangiovese. Μεγάλες εκχυλίσεις και χρήση νέων μικρών γαλλικών βαρελιών έναντι των παραδοσιακών βαρελιών Σλοβενίας. Η περιορισμένη διάθεση και η πολύ υψηλή τιμή τοποθετούν τα συγκεκριμένα κρασιά στην απαγορευτική ζώνη των ανθρώπων που μπορούν να αποκτήσουν και τα: Petrus, Mouton Rothschild, Cristal, Romanée Conti. Και με το status πλέον της γεωγραφικής ένδειξης προέλευσης Τοσκάνης -όχι το ταπεινό vino da tavola- φιγουράρουν στις δημοπρασίες και στις λίστες των τριάστερων Michelin εστιατορίων και περιμένουν τους nouveau Russe να τα απολαύσουν on the rocks.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Fattoria La Massa, γνωστού παραγωγού που μέχρι τον τρύγο του 2002 παρήγαγε το top κρασί του, το Giorgio Primo, με την ένδειξη Chianti Classico. Από τον τρύγο του 2003, για το συγκεκριμένο κρασί -χωρίς να γίνει καμία αλλαγή στον τρόπο παραγωγής του- αποφάσισε να αποποιηθεί το D.O.C.G. Chianti Classico και να το δηλώσει στη θεωρητικά χαμηλότερη κατηγορία I.G.T., όπου ανήκουν όλα τα ST, τα οποία βεβαίως έχουν μεγαλύτερη εμπορική ζήτηση.
Τα Super Tuscans σήμερα
Πλέον, υπάρχουν πάντως προβληματισμοί στο περιθώριο της ποιοτικής αναγνώρισης που χαρακτηρίζει τα Super Tuscans. Η ολοένα αυξανόμενη παρουσία πολύ καλών κρασιών από τις χώρες του Νέου Κόσμου, με ποιότητες εφάμιλλες των ST και τιμές που δεν ξεπερνούν το ένα δέκατο αυτών, δίνουν λαβές για άνισες συγκρίσεις.
Κάτι που δημιουργήθηκε πριν από επτά δεκαετίες, ένα οινικό ρεύμα που αποτέλεσε μόδα και είναι πια ένα κοινότυπο μοντέλο, μια ρετσέτα που επαναλαμβάνεται μονότονα, πόσο ακόμη μπορεί να πείθει στο μέλλον;
Η συχνότητα εμφάνισης των Super Tuscans δημιουργεί μια καχυποψία για σπέκουλα εις βάρος των καταναλωτών, που δεν θα αργήσουν να πάψουν να τα συζητούν (γιατί για να τα δοκιμάσουν, ούτε λόγος).
από το wineplus.gr