«Είνε κάμποσες ημέρες τώρα που η Αθήνα είνε ανασκουμπωμένη με τη φούρια μεγάλων προετοιμασιών. Θα ενόμιζε κανείς ότι λαμβάνει έκτακτα μέτρα κατά των επιδημιών. Βγάζει τα βαρέλια της, τα μεγάλα στεφανωτά ξυλοβάρελα, τα βουτσιά, τα βαγένια, τα ανεβάζει αδειανά από τα υπόγεια των καπηλειών έξω στο πεζοδρόμιο και τα καθαρίζει, τους αλλάζει τις σκεβρωμένες δουγές τους, τα σφυροκοπάει, και κάποτε τους κάνει κ’ ένα περίπατο έως το Φάληρο να τα ξεπλύνη καλά με την άλμη του θαλασσινού νερού.
Τα περιποιείται πολύ. Τους κάνει το μπάνιο τους. Γιατί το σώσμα ετελείωσε και σε λίγο θα βάλη το γιοματάρι, να το ανοίξη τον άλλο μήνα, Αηδημητριάτικο να μυρώση τη γειτονιά με το βάλσαμο του φρέσκου ρετσινιού. Σωστό φάρμακο για το δάγκειο. Άρχισαν μάλιστα κι’ όλας οι μουστιές. Στα διάφανα μάγια της αθηναϊκής νυκτός φθάνουν οι αρβανίτες με τα βαρέλια, ξεπεζέβουν από το κάρρο τους, στη μεταμεσονύκτια ησυχία αντηχούν μερικά μονοσύλλαβα, και το γλυκό άρωμα του στιμμένου σταφυλιού της Αττικής γεμίζει γύρω την ατμόσφαιρα.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί τα ξυπόλητα παιδόπουλα της συνοικίας πολιορκούν με τενεκέδες τον ταβερνιάρη και του ζητούν μερίδιο –καθιερωμένο παληό έθιμο- να τους φτιάση η μαμά τους μουσταλευριά. Εκείνος μοιράζει πρόθυμα και η μαρίδα ενθουσιασμένη του εύχεται:
-Καλά κρασά!
Είνε μία παράδοσις που κρατεί κατ’ ευθείαν από το Βάκχο και από το Διόνυσο και συνεχίζεται πάντα με την ίδια γραφικότητα, αμετάβλητη, όσο ο καυστικός αυτός ήλιος θα φουσκώνη με χυμούς από τις ακτίνες του τις ρόγες των σταφυλιών.
Τα πρώτα κάρρα έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα του τρύγου στην πρωτεύουσα. Τι λέτε; Κάνουμε μια βόλτα έως τ’ αμπέλια να ιδούμε από κοντά τον πανηγυρικό συναγερμό των κοριτσιών; Πρώτης τάξεως ιδέα για εκδρομή. Εμπρός.
***
Ο δρόμος των Μεσογείων είνε καλοστρωμένος με άσφαλτο, αλλά το αυτοκίνητό μας προχωρεί με δυσκολία γιατί τα κάρρα που μεταφέρουν το μούστο είνε σειρά ατελείωτη. Μοσχοβολάει ο τόπος από τους χυμούς της γης. Οι αγωγιάτες μας καλημερίζουν και προσπερνούν. Άλλοι προσηρμοσμένοι περισσότερο στα δώρα του σύγχρονου πολιτισμού, έχουν φορτώσει τα βαρέλια τους σε ειδικά αυτοκίνητα που τρέχουν ολοταχώς. Στην Αγία Παρασκευή και στο Σταυρό το πλήθος των μεταγωγικών παρέχει την εντύπωσι μεγάλης στρατιάς. Περνάει η εφοδιοπομπή προς την Αθήνα που διψάει να τσουγκρίση το ποτήρι με το κατοσταράκι της.
Σε όλο το μήκος του Υμηττού που παραστέκει σαν ευλογία από πάνω με την επιβλητική του σκιά, μυριάδες γυναικών σκύβουν, σκύβουν ανάμεσα στα φουντωμένα αμπελόφυλλα και τρυγάνε με το κλαδευτήρι τα βαρειά τσαμπιά από τα κούρβουλα. Χαρά θεού. Του Θεού της μέθης που εδοξάσθη με τόσες θρησκευτικές τιμές και υμνήθη με τόσα τραγούδια στην αρχαιότητα.
Μοσχοβολάει γύρω ο αέρας και χανόμαστε μέσα στ’ απέραντα, τα ατελείωτα αμπέλια, από μονοπάτια θαμνωμένα, καλημερίζουμε δραγάτες πούχουν κρεμασμένο το δίκανο στον ώμο, βγάζουμε ευλαβικά το καπέλλο μπροστά σε εκκλησούλες της ερημιάς, και στεκόμαστε συλλογισμένοι πλάι σε σπασμένα αρχαία μάρμαρα θυσιαστηρίων και ναών. Τα κορίτσια σηκώνουν πότε-πότε ένα πονηρό μάτι καθώς στοιβάζουν τους ροδίτες, τα ροζακιά και τα σαβατιανά, και μας κυττάζουνε.
***
Εδώ είνε η ελληνική ζωή με αμείωτο το αγροτικό μεγαλείο της. Αφιερωμένη στην ιεροτελεστία της καλλιέργειας και της συγκομιδής. Είνε η ώρα που μαζεύει τα αγαθά της προνομιούχου της φύσεως. Όλο σβελτέτσα και προκοπή.
Σούστες παραλαμβάνουν τα κοφίνια, ξεχειλισμένα από τσουπωτά, σφιχτά, σταφύλια, και τα πάνε κάπου παραπέρα στο πατητήρι όπου τα παλληκάρια του χωριού με γυμνά γόνατα βουτούνε πλάτσα-πλάτσα και τα στίβουν με τα πόδια, να χυθή όλος ο χυμός έως την τελευταία σταγόνα και να μείνουν στην πάντα στεγνά τα τσίπουρα.
Ώ! Αυτές οι δύο ταιριασμένες εικόνες, η μία καταντίκρυ στην άλλη, κάνουν την πιο άφθαστη ειδυλλιακή σύνθεσι: Τα κορίτσια που σκύβουν και τρυγάνε, με τα γλυκόχυμα αναμένα προσωπάκια τους, και οι εύρωστοι νέοι που εντείνουν όλη τη μυική τους δύναμι να πατήσουν βαρύτερα να λυώσουν τον καρπό. Είνε τα ερωτικά στελέχη του αττικού υπαίθρου που πλέκουν τους πόθους των ανάμεσα στα πυκνωμένα κλήματα και κάνουν τη μυστική δέησι των αισθημάτων τους μια έμπρακτη λατρεία προς τη θεότητα της παραγωγής.
***
Σ’ ένα αμπέλι τρυγημένο βρίσκουμε μερικά τσαμπιά από μοσχάτο σταφύλι.
-Αυτά είνε για σας! Μας λένε τα κορίτσια.
Είνε συνήθεια ν’ αφίνουν πάντα για το καλό του χρόνου μερικά τσαμπιά στη θέσι τους. Τα λένε «ψυχοπονιάρικα» για να βρίσκουν οι αποσταμένοι διαβάτες να σχωρνάνε δροσίζοντας τα χείλη τους. Μα αυτό είνε σωστό ηθογραφικό αριστούργημα και δεν το ξέραμε τόσον καιρό. Πόσα αλήθεια δεν ξέρουμε από τους θησαυρούς της ευγενείας του υπαίθρου μας.
***
Και ο τρύγος εξακολουθεί έως το σούρουπο, οπότε το νεανικό τσούρμο διαλύεται σε μια τρελλή συνάντησι ανδρών και κοριτσιών, και τα βαρέλια βουλωμένα με πευκόφυλλα, γεμάτα μούστο από τα πατητήρια, φορτώνονται στα κάρρα και τραβούν την ολονύχτια πομπή τους προς την πρωτεύουσα…».
(«Πατρίς», 1928, «Ο Ρεπόρτερ»)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com