• Μεθανόλη= άρωμα ορισμένων μήλων
  • Αιθανόλη= το γνωστό άρωμα της αλκοόλης που και αυτή θυμίζει ορισμένες ποικιλίες μήλου
  • Εξανόλη= μυρωδιά φρεσκοκομμένης χλόης
  • Αμυλική και Ισοαμυλική αλκοόλη= δυσάρεστη οσμή που μοιάζει όμως με αυτήν της αλκοόλης
  • Φαίνυλο-2-Αιθανόλη= άρωμα του τριαντάφυλλου και του γιασεμιού
  • Τυροσόλη= άρωμα μελιού
  • Λιναλοόλη= ένα από τα αρωματικά συστατικά του μοσχάτου, με άρωμα λεμονιού
  • Α-Ιονόνη= άρωμα βιολέτας
  • Γερανιόλη= μυρωδιά λουλουδιασμένη αλλά βαριά 
  • Α-Τερπινεόλη= άρωμα καμφοράς
  • Οκτενόλη= δυσάρεστη μυρωδιά της μούχλας
  • Ισοαμυλικός Αιθελεστέρας= άρωμα μπανάνας και αχλαδιού
  • Καπρονικός Αιθυλεστέρας= άρωμα βιολέτας και ώριμων μήλων
  • Καπρυλικός Αιθυλεστέρας= άρωμα φρούτου λιγότερο έντονο, θυμίζει και το άρωμα του σαπουνιού, τύπου Μασαλίας
  • Εστέραςτης Μεθυλοσαβινόνης= άρωμα τσίπουρου
  • Ισοβουτυρικό οξύ = μυρωδιά παλιού τυριού 
  • Βουτυρικός Αιθέρας = άρωμα βούτυρου 


Έχει αποδειχθεί οργανοληπτικά ότι ένα κρασί έχει τόσο ψηλότερη βαθμολογία όσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση σε εστέρες (εκτός του οξικού αιθυλεστέρα) και σε ανώτερες αλκοόλες μέχρι ένα σημείο συγκέντρωσης


Μια φορά κι έναν καιρό, ο θεός Διόνυσος φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Αιτωλίας, Οινέα. Ευχαριστήθηκε τόσο πολύ από τη φιλοξενία του που για ανταπόδοση θέλησε να του κάνει ένα δώρο.

Πήρε ένα μικρό και τρυφερό κλίμα αμπελιού και τύλιξε τις ρίζες του με λάσπη για να μην ξεραθεί. Αφού βρήκε ένα μικρό κούφιο κόκαλο αηδονιού το έβαλε μέσα και ξεκίνησε . Ο δρόμος όμως ήταν μακρινός και το αμπέλι ολοένα μεγάλωνε . Ο Διόνυσος τότε βρήκε ένα μεγαλύτερο κόκαλο, λιονταριού και το έβαλε μέσα. 

Περπάτησε πάλι πολύ και είδε πως το αμπέλι μεγάλωσε πάλι τόσο, που πετάχτηκε έξω από τη θήκη του. Έψαξε λοιπόν και βρήκε ένα κόκαλο γουρουνιού και έβαλε το αμπέλι μέσα.

Ώσπου έφτασε κάποτε στην Αιτωλία. Ο Οινέας πήρε με χαρά το δώρο του και το φύτεψε. Αυτό μεγάλωσε και κάρπισε και έδωσε καρπούς ωραία και ζουμερά σταφύλια. 

Ο Οινέας έφαγε μερικά και άλλα τα έστυψε και τα έκανε μούστο. Είδε με περιέργεια ότι ο μούστος ζυμώθηκε και έγινε κρασί.

Το κρασί όμως πήρε και τις χάρες και τα ανάποδα από τα ζώα που με τα κόκαλά τους το μεγάλωσαν. 

Έτσι όποιος πιει λίγο κρασί , νιώθει σαν πουλί και κελαηδεί.

Όποιος όμως πιει περισσότερο , θεριεύει και γίνεται σα λιοντάρι και ζητά καυγάδες. 

Κι αν πιει ακόμα πιο πολύ , γίνεται σαν το τετράποδο που μες το κόκαλό του ο Διόνυσος το έβαλε τελευταίο…


• Νερό 80%-85%. 

Σε αυτό οφείλεται ο υδατικός χαρακτήρας των κρασιών.

• Αιθυλική Αλκοόλη (ή οινόπνευμα)
.

Δυναμικός αλκοολικός τίτλος (%vol) = υπολογίζεται στο μούστου µε την παραδοχή ότι από 17g ζάχαρη / L προκύπτει οινόπνευμα 1% vol.

Γλυκερόλη

Η αλκοόλη αυτή βρίσκεται στο κρασί σε ποσοστό περίπου 9-18% κατά όγκο και προέρχεται από την αλκοολική ζύμωση των σακχάρων του μούστου, ή από τεχνητή προσθήκη. Η γλυκερόλη ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την υφή του κρασιού και συνεισφέρει στη γλυκύτητά του.

Γλυκερόλη

Οξέα

Το τρυγικό οξύ βρίσκεται µόνο στα σταφύλια και είναι το σημαντικότερο οξύ τους. Ο όξινος χαρακτήρας των κρασιών οφείλεται κυρίως σε αυτό, αλλά και στο μηλικό, στο γαλακτικό, στο κιτρικό και στο οξικό οξύ. Τα οξέα συμβάλλουν επίσης στη ζωντάνια του χρώματος, στη γευστική φρεσκάδα και στη γευστική ισορροπία των κρασιών.

Τρυγικό οξύ και σαλικυλικό οξύ

Φαινολικά συστατικά. 

Συμβάλλουν στη στυφή γεύση, στη σταθεροποίηση του χρώματος, στην παλαίωση των κρασιών και συνεισφέρουν στο χρώμα των παλαιών κόκκινων κρασιών. Από χημικής άποψης διακρίνονται σε απλές φαινόλες και φλαβονοειδείς ενώσεις, στις οποίες ανήκουν οι φλαβόνες, ανθοκυάνες και οι ταννίνες. (διαβάστε περισσότερα και εδώ)

Φαινόλες

Στις φαινόλες ανήκουν τα βενζοϊκά και τα κιναμωμικά οξέα, καθώς και παράγωγα της βενζαλδεϋδης και της κινναμωμικής αλδεϋδης, που βρίσκονται σε οίνους που έχουν παραμείνει για παλαίωση σε ξύλινο βαρέλι. Το σύνολο των φαινολικών οξέων, ελεύθερων ή με μορφή ενώσεων φτάνει τα 100-150 mg/L στους ερυθρούς οίνους, ενώ στους λευκούς περιορίζεται στα 10-15 mg/L.

Είναι σημαντικά για τον οίνο γιατί έχουν αντιμικροβιακές και αντισηπτικές ιδιότητες (βενζοϊκό και σαλικυλικό οξύ), και χρησιμοποιούνται για τη συντήρησή του.


Βενζαλδεϋδη και Κινναμμωμική αλδεϋδη

Φλαβονόλες

Στις φλαβονοειδείς φαινόλες περιλαμβάνονται οι φλαβονόλες που έχουν ανοιχτό κίτρινο χρώμα και αφθονούν στα κουκούτσια, οι φλαβονόλες-3 (κατεχίνες), που υπάρχουν κυρίως στη φλούδα και στα κουκούτσια, και οι φλαβονοδιόλες-3,4 (λευκοανθοκυάνες ή προκυανιδίνες), που υπάρχουν στη φλούδα και κυρίως στα κουκούτσια.

Επειδή βρίσκονται κυρίως στη φλούδα και στα κουκούτσια, σε κανονικές συνθήκες δεν υπάρχουν στους λευκούς οίνους.


Φλαβόνη

Ανθοκυάνες

Είναι οι ερυθρές χρωστικές του σταφυλιού που βρίσκονται μόνο στο φλοιό των ρογών. Είναι παράγωγα του φαίνυλο-2 βενζοπυριλίου από το οποίο προκύπτουν οι ανθοκυανιδίνες του σταφυλιού. Η μαλβιδίνη είναι η σημαντικότερη από άποψη ποσότητας χρωστικής των ερυθρών σταφυλιών και γι’ αυτό ονομάζεται και οινιδίνη.

Οι χρωστικές που συναντάμε στη φύση δεν είναι απλές ανθοκυανιδίνες, αλλά ενώσεις με ένα ή δύο μόρια κάποιου σακχάρου και ονομάζονται ανθοκυανίνες (ή ανθοκυάνες). Στις ανθοκυάνες των σταφυλιών το σάκχαρο που συμμετέχει στο σχηματισμό των μορίων τους, είναι η γλυκόζη. Ανάλογα με τη θέση στην οποία προσκολλάται η γλυκόζη στο μόριο της ανθοκυανιδίνης σχηματίζονται μονογλυκοζίτες ή διγλυκοζίτες. Στις ευρωπαϊκές ποικιλίες υπάρχουν μόνο μονογλυκοζίτες, ενώ στις αμερικάνικες ποικιλίες υπάρχουν μόνο διγλυκοζίτες.

Ανθοκυάνη και Ανθοκυανίνη

Ταννίνες

Είναι προϊόντα πολυμερισμού των απλών φαινολών και δίνουν τη στυφή γεύση σε ορισμένους οίνους. Ανάλογα με τη δομή των μορίων τους, οι ταννίνες, διακρίνονται στις υδρολυόμενες και συμπυκνωμένες. Οι υδρολυόμενες δεν περιέχονται στα σταφύλια, αλλά είναι δυνατόν να βρεθούν σε οίνους, διότι αποτελούν τις κύριες εμπορικές ταννίνες, που χρησιμοποιούνται σε διάφορες κατεργασίες των οίνων.

Οι συμπυκνωμένες ταννίνες είναι οι φυσικές ταννίνες των σταφυλιών και των οίνων και προέρχονται από τον πολυμερισμό της φλαβονόλης-3 (κατεχίνης) και κυρίως της φλαβονοδιόλης-3,4 (λευκοανθοκυάνης).

Οι ταννίνες των σταφυλιών βρίσκονται στα στερεά μέρη τους και παραλαμβάνονται είτε με εκχύλιση είτε με συμπίεση. Από την ποσότητα ταννινών που περιέχεται στο σταφύλι ένα ελάχιστο ποσοστό μεταφέρεται στον οίνο. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 1,5 – 4 g/L στους ερυθρούς οίνους, ενώ στους λευκούς οίνους μεταξύ 40 – 200 mg/L.

Οι ταννίνες χαρακτηρίζονται για την αντιοξειδωτική τους δράση, με την οποία προστατεύονται οι ερυθροί οίνοι από την επίδραση του οξυγόνου. Η ανομοιογένεια της υφής των ταννινών εξαρτάται από την ποικιλία των σταφυλιών, τις κλιματικές συνθήκες και την διαδικασία της οινοποίησης. Οι λευκοί οίνοι δεν αντέχουν στην παλαίωση. Η ικανότητα παλαίωσης του οίνου εξαρτάται από την ωρίμανση των σταφυλιών που εξαρτάται από τον βαθμό πολυμερισμού των ταννινών.

Φλαβαν-3-ολη (κατεχίνη)

• Διοξείδιο του άνθρακα. 
Από το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται κατά την αλκοολική ζύμωση ένα μικρό μέρος διαλύεται στο κρασί και το υπόλοιπο διαφεύγει στο περιβάλλον.

• Αρώματα. 

Συστατικά των κρασιών, που μπορούν να γίνουν αντιληπτά σε κάποιες συνθήκες, λόγω της χαρακτηριστικής οσμής τους.

• Ανόργανα Συστατικά. 
Το πιο άφθονο είναι το κάλιο . Η τρυγία (τρυγικό καλιονάτριο), που σπάνια πια συναντάται στα εμφιαλωμένα κρασιά, είναι ένα συστατικό του κρασιού που προκύπτει από τη φυσική αντίδραση άλλων συστατικών του, του καλίου (και του ασβεστίου) με το τρυγικό οξύ.


Τρυγία (τρυγικό καλιονάτριο)

Όσο περισσότερο είναι το οινόπνευμα του κρασιού και όσο περισσότερο ψύχεται, τόσο πιο δυσδιάλυτη γίνεται η τρυγία, σχηματίζοντας κρυστάλλους που κάθονται στον πυθμένα της φιάλης. Οι κρύσταλλοι αυτοί είναι βαρείς, λαμπυρίζουν και καθιζάνουν με μεγάλη ταχύτητα. Δεν έχουν καμία επίδραση στο χαρακτήρα του κρασιού αλλά δημιουργούν κακή εντύπωση στους καταναλωτές.

Γι’ αυτό τα κρασιά της εμφιάλωσης τους, σταθεροποιούνται. Ψύχονται δηλαδή (περίπου –4 οC ), ώστε να απομακρυνθεί η ποσότητα της τρυγίας που θα μπορούσε αργότερα με την πτώση της θερμοκρασίας, να κατακαθίσει στη φιάλη.

Τα συστατικά του οίνου ανευρίσκονται:

Α) στο φλοιό:
*ΑΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ    Η σημασία των συστατικών αυτών στο κρασί:
Δίνουν το πρωτογενές άρωμα, που χαρακτηρίζει κάθε ποικιλία.

*ΦΥΣΙΚΕΣ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ    Ονομάζονται ανθοκυάνες στις ερυθρές ποικιλίες και φλαβόνες στις λευκές. Στις ελάχιστες εξαιρέσεις των βαφικών ποικιλιών, είναι και η σάρκα χρωματισμένη από τις ανθοκυάνες.

*ΤΑΝΝΙΝΕΣ    Συντελούν στη στυφή γεύση των ερυθρών κρασιών. Επίσης συμβάλλουν στην παλαίωση των ερυθρών κρασιών.

*ΟΞΕΑ    Συμβάλλουν στην όξινη γεύση, στη γευστική φρεσκάδα, στη ζωντάνια του χρώματος.

Β) στη σάρκα :
*ΝΕΡΟ (75%)
*ΣΑΚΧΑΡΑ (15%)
*ΟΞΕΑ

Γ) στα γίγαρτα ή κουκούτσια:
*ΤΑΝΝΙΝΕΣ ΓΙΓΑΡΤΩΝ
Ιδιαίτερα στυφές και τραχιές τανίνες, διαφέρουν από τις τανίνες του φλοιού.
*ΓΙΓΑΡΤΕΛΑΙΟ    Πρέπει να αποφεύγεται το σπάσιμο των γιγάρτων κατά την οινοποίηση.

Δείτε τις υπηρεσίες και τα πακέτα αναλύσεων που προσφέρει το οινολογικό εργαστήριο, εδώ.



Σύμφωνα με νέα μελέτη, φαίνεται πως η κατανάλωση κόκκινου κρασιού μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία της καρδιάς και να βοηθήσει στον καλύτερο έλεγχο των επιπέδων χοληστερόλης, σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.

Παλαιότερες μελέτες έχουν δείξει πως η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται με οφέλη για το καρδιαγγειακό σύστημα, ενώ η καθημερινή κατανάλωση ενός ποτηριού κόκκινου κρασιού θεωρείται ευεργετική. Όσον αφορά στο σακχαρώδη διαβήτη, φαίνεται πως ο επιπολασμός της νόσου είναι χαμηλότερος σε άτομα που καταναλώνουν συστηματικά μέτριες ποσότητες αλκοόλ, αν και η πιθανή επίδρασή του παραμένει αμφιλεγόμενη εξαιτίας της έλλειψης μακροχρόνιων μελετών.

Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης, που δημοσιεύεται στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine, οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν την επίδραση της μέτριας κατανάλωσης αλκοόλ σε καρδιομεταβολικούς δείκτες διαβητικών ασθενών, καθώς και κατά πόσο υπάρχει διαφορά ανάλογα με το είδος του κρασιού που καταναλώνεται.

Στη μελέτη συμμετείχαν 224 διαβητικοί ασθενείς ηλικίας 40-75 ετών. Από τους εθελοντές ζητήθηκε να καταναλώνουν καθημερινά μαζί με το δείπνο ένα ποτήρι (150 ml) μεταλλικό νερό, λευκό ή κόκκινο κρασί, για συνολικό διάστημα περίπου δύο ετών. Κατά τη διεξαγωγή της μελέτης, οι συμμετέχοντες ακολουθούσαν Μεσογειακού τύπου δίαιτα, ενώ σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές πραγματοποιούσαν αιματολογικές εξετάσεις, παρακολουθούσαν ομαδικές συνεδρίες συμβουλευτικής και συμπλήρωναν ερωτηματολόγια.

Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, ο καρδιομεταβολικός κίνδυνος βρέθηκε να είναι χαμηλότερος μεταξύ των ατόμων που κατανάλωναν κρασί. Μάλιστα, οι εθελοντές που κατανάλωναν κόκκινο κρασί παρουσίασαν πιο ευνοϊκές μεταβολές των επιπέδων λιπιδίων. Συνολικά, παρότι και τα δύο είδη κρασιού βρέθηκαν να σχετίζονται με βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου, το κόκκινο κρασί φάνηκε να έχει μεγαλύτερη θετική επίδραση σε δείκτες του λιπιδαιμικού και μεταβολικού προφίλ.

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, αν και η χρονική διάρκεια αποτελεί πλεονέκτημα της μελέτης, εν τούτοις τα πιθανά οφέλη αλλά και οι κίνδυνοι της κατανάλωσης αλκοόλ θα πρέπει να «ζυγίζονται» προσεκτικά όταν πρόκειται για συστάσεις που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή κλινική πρακτική.

Πηγή: neadiatrofis.gr



Το κρασί ήταν κάτι το απαραίτητο στα γεύματα των αρχαίων και βέβαια στα συμπόσια, όπου έρεε άφθονο. Όμως δεν έπιναν το κρασί όπως εμείς, αλλά νερωμένο, όχι μόνο με γλυκό αλλά και με θαλασσινό νερό, αφού απέφευγαν να το πίνουν, όπως φαίνεται, ανέρωτο (άκρατος οίνος, όπως το έλεγαν).

Βέβαια, έδιναν μεγάλη σημασία στην αναλογία του νερού με το κρασί αφού τους ήταν πολύ αγαπητό και δεν έπρεπε να γίνει κανένα απολύτως λάθος. Η αναλογία λοιπόν με το νερό ήταν, συνήθως, στο μισό ή τρία μέρη νερό και δύο κρασί. Το νερό, ανάλογα με την εποχή, ήταν χλιαρό ή κρύο. Μερικές φορές έριχναν μέσα και παγάκια, που τα έφερναν από τα βουνά και τα διατηρούσανε μέσα σε άχυρα. Βέβαια, το παγωμένο κρασί ήταν μια πολυτέλεια. Τα δροσερά πηγάδια, έτσι, ήταν σχεδόν απαραίτητα αφού χρησίμευαν, φυσικά, για ψυγεία και τα καλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν τους ειδικούς κάδους (ψυκτήρες) όπου έβαζαν και χιόνι για να παγώνει, όχι μόνο το κρασί αλλά και το νερό. Οι αρχαίοι, ακόμη, έβαζαν συχνά μέσα στα κρασιά τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνη. Ένα τόσο ευωδιαστό κρασί έπαιρνε και το χαρακτηριστικό του όνομα, το έλεγαν «τρίμα».

Ο τρύγος γινόταν με συνοδεία αυλού που ρύθμιζε τις κινήσεις κι ήταν, όπως άλλωστε και σήμερα, ένα πολυήμερο πανηγύρι.

Τα σταφύλια τα έβαζαν σε μέρος που να τα βλέπει καλά ο ήλιος, για να φύγει το νερό που είχαν μέσα τους. Ύστερα τα πατούσαν, πάλι με χορούς και τραγούδια, κι άφηναν το μούστο να βράσει πέντε μέρες, μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος. Κατόπιν μάζευαν το γλυκό υγρό απ’ τον αφρό, που ήταν γεμάτο ζάχαρη, κι αποθήκευαν το μούστο σε πιθάρια που, πολλές φορές, τα έβαζαν μέσα στη γη. Τα σκέπαζαν και περίμεναν να μπει για καλά ο χειμώνας, για να τ’ ανοίξουν.

Αρκετοί πάντως είχαν την υπομονή να περιμένουν μέχρι την άνοιξη, οπότε το κρασί ψηνόταν καλύτερα. Ο τρύγος ήταν ένα από τ’ αγαπημένα θέματα για πολλούς αρχαίους. Αρκετοί συγγραφείς έχουν αφιερώσει στίχους και σ’ αυτόν. Οι Αθηναίοι πάντως φρόντιζαν ν’ ανοίγουν τα πιθάρια τους την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, και ο κάθε νοικοκύρης, με το πρώτο κιόλας ποτήρι, έκανε σπονδή στο Διόνυσο, τον αγαπητό τους θεό, του κρασιού.

Ο κάθε τόπος στην αρχαία Ελλάδα είχε και το δικό του τρόπο παρασκευής του κρασιού. Για να διατηρήσουν το μούστο, όμως, όλοι έριχναν μέσα και νερό αλατισμένο, όπως και διάφορα αρώματα. Και πολλές φορές έψηναν το μούστο σε σιγανή φωτιά. Στη Ρόδο και στην Κω όμως έβαζαν μέσα στο μούστο θαλασσινό νερό, γιατί πίστευαν ότι το κρασί που θα γίνει μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα φέρει εύκολα τη μέθη και θα είναι πιο εύκολο στη χώνεψη. Η μέθοδος αυτή έγινε αιτία να υποστηριχθεί, από κάποιους αρχαίους συγγραφείς, ότι, κατά το μύθο «φυγή του Διονύσου» στη θάλασσα σήμαινε κι ένα τρόπο οινοποιίας, που ήταν γνωστός από παλιά. Δηλαδή, η ανάμειξη του γλεύκους (μούστου), που εκπροσωπείται από το θεό Διόνυσο ή Βάκχο, με το θαλασσινό νερό. Πολλοί μάλιστα -όπως ο Όμηρος- επαινούν και το κρασί του Μάρωνος από τη Θράκη γιατί βάζουν μέσα πολύ νερό.

Στην αρχαία Ελλάδα όμως τα γνωστότερα είδη κρασιού ήταν τέσσερα. Το άσπρο, το κιτρινωπό, το μαύρο και το κόκκινο. Το άσπρο κρασί ήταν το ελαφρότερο, αρκετά χωνευτικό και διουρητικό, το κιτρινωπό, προς το ξανθό, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ το μαύρο και το κόκκινο, που συνήθως είχαν γλυκιά γεύση, ήταν και τα πιο περιζήτητα. Φυσικά τα παλιά κρασιά ήταν και τα καλύτερα, όπως άλλωστε και σήμερα. Γενικά πάντως πιστεύανε ότι όσο πιο παλιό είναι ένα κρασί τόσο πιο χωνευτικό και πιο ελαφρύ είναι.

Η αγάπη των αρχαίων για το κρασί ήταν μεγάλη, έτσι φρόντιζαν να υπάρχει τις περισσότερες φορές στο τραπέζι τους. Το κρασί χρησίμευε βέβαια και για τις σπονδές, στις διάφορες θρησκευτικές τελετές. Το χιώτικο κρασί, παράδειγμα, που τ’ ονόμαζαν «αριούσιο», ήταν από τα ακριβότερα κρασιά στο εμπόριο και είχε μεγάλη φήμη. Όπως και το κρασί της Λέσβου που θεωρείται πολύ καλό.

Καλά κρασιά ήταν ακόμη, τα κρασιά της Μυτιλήνης που οι Μυτιληναίοι τους έδιναν γλυκιά γεύση και τα ονόμαζαν πρόδρομα (τα πρώιμα) και πρότροπα (από απάτητα σταφύλια). Πασίγνωστα ήταν ακόμη τα κρασιά της Μένδης (παραλία πόλης της δυτικής ακτής της χερσονήσου Παλλήνης) όπου ράντιζαν τα σταφύλια, πάνω στα κλήματα, με το ελατήριο ή καθάρσιο (χυμός από άγρια αγγούρια) για να βγει μαλακό το κρασί. Και τέλος σε σπουδαία ζήτηση ήταν το κρασί της Ικαρίας που λεγόταν πράμνιο και δεν ήταν ούτε γλυκό, ούτε παχύ, αλλά στυφό και άγριο, με ιδιαίτερα εξαιρετική οσμή.

Τα καλύτερα κρασιά όπως υποστήριζαν και οι Ρωμαίοι ήταν τα Ελληνικά, και από τα πιο περίφημα, του κυρίως Ελληνικού χώρου, ήταν της Πεπαρήθου (Σκοπέλου), της Νάξου, της Λήμνου, της Ακάνθου (Θράκης), της Ρόδου και, από τα μικρασιατικά, της Μιλήτου. Η αρχαία Ελλάδα είχε μεγάλη ποικιλία κρασιών, έτσι, επόμενο ήταν τα κρασιά να παίρνουν μια από τις πρώτες θέσεις στις αγορές του αρχαίου κόσμου. Πολλές περιοχές που είχαν άφθονα κρασιά φρόντιζαν για την εξαγωγή τους. Τα πιθάρια είχαν πάνω τους και μία ειδική σφραγίδα με τ’ όνομα του εμπόρου καθώς και των τοπικών αρχόντων της περιοχής. Η εισαγωγή και η εξαγωγή όμως των κρασιών ήταν κανονισμένες, κυρίως στο νησί Θάσο, με ειδικούς νόμους που τιμωρούσαν τις απάτες και νοθείες, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πραγματικό «προστατευτισμό». Μέσα από όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως το κρασί αντιπροσώπευε τους αρχαίους Έλληνες και αυτοί το λάτρευαν αφού ήταν απαραίτητο για τη ζωή τους.

Απόσπασμα από την «Διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων» της Αμαλίας Κ Ηλιάδη

Όπως ήταν αναμενόμενο εξεδόθη η υπουργική απόφαση (για το ΦΕΚ 1995/15.9.15 πατήστε ΕΔΩ) η οποία καθορίζει την 15η Σεπτεμβρίου 2015 ως ημερομηνία έναρξης υποβολής αιτημάτων για την μετατροπή των Δικαιωμάτων φύτευσης που βρίσκονται στα χέρια των παραγωγών (σ.σ. και για αυτά που θα χορηγηθούν έως 31/12/2015) σε ΄Αδειες Φύτευσης.

Η εν λόγω ΥΑ προβλέπει και την χρήση της μείζονος μεταβατικής περιόδου μετατροπής των δικαιωμάτων σε άδειες, των οποίων η δυνατότητα μετατροπής μπορεί να πραγματοποιηθεί έως και 31.12.2020.

Στην περίπτωση αυτή και εφόσον το δικαίωμα φύτευσης δεν μετατραπεί σε Άδεια Φύτευσης έως την 31.12.2015 το μετατρεπόμενο σε ΄Αδεια Φύτευσης Δικαίωμα Φύτευσης μετά την 1.1.2016 και έως 31.12.2020 δεν μεταβιβάζεται σαν άυλο στοιχείο μόνο του, αλλά μεταβιβάζεται (ως Άδεια Φύτευσης πλέον) μαζί με το αμπελοτεμάχιο εφόσον βέβαια ενδιαμέσως φυτευτεί. Εξυπακούεται ότι το Δικαίωμα φύτευσης μεταβιβάζεται ως άυλο στοιχείο (μόνο του) έως 31.12.2015.

Η ΚΕΟΣΟΕ δημοσιεύει κωδικοποιημένη ανάλυση του θέματος με βάση την παρουσίαση που έγινε στο πλαίσιο της 54ης Γενικής της Συνέλευσης προκειμένου να δημιουργηθεί πλήρης εικόνα του μεταβατικού καθεστώτος των Δικαιωμάτων Φύτευσης και των δυνατοτήτων που παρέχονται στους κατόχους τους.


ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΦΥΤΕΥΣΗΣ

Τα δικαιώματα φύτευσης – του ισχύοντος καθεστώτος – που έχουν παραχωρηθεί στους παραγωγούς πριν την 31.12.2015 και δεν έχουν χρησιμοποιηθεί, μπορούν από 1/1/2016 να μετατραπούν σε Άδειες Φύτευσης, μετά από αίτηση του κατόχου

Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά τις 15/9/2015

Το Κράτος Μέλος μπορεί να παρατείνει το διάστημα μετατροπής των Δικαιωμάτων Φύτευσης σε Άδειες Φύτευσης, μέχρι 31.12.2020, αλλά από 1/1/2016 το Δικαίωμα Φύτευσης δεν θα έχει ισχύ και πρέπει μετά από αίτηση να μετατραπεί σε Άδεια Φύτευσης, για να πραγματοποιηθεί φύτευση

Δικαιώματα Φύτευσης υπάρχουν επίσης:

  • σε αμπελώνα που δεν είναι σε παραγωγική φάση
  • σε εγκαταλελειμμένο αμπελώνα
  • σε εκριζωμένο και χρησιμοποιούμενο με άλλη καλλιέργεια πρώην αμπελοτεμάχιο υπό την προϋπόθεση ότι είναι εγγεγραμμένα στο Αμπελουργικό Μητρώο

Ο κάτοχος των Δικαιωμάτων Φύτευσης που θέλει να μεταβιβάσει το Δικαίωμα Φύτευσης (όχι μαζί με το αμπελοτεμάχιο) μπορεί να ασκήσει το Δικαίωμα Φύτευσης πριν τις 31.12.2015
δεν απαιτείται προσκόμιση Δηλώσεων Συγκομιδής 2 τελευταίων ετών
εφόσον ο αμπελώνας είναι εκριζωμένος πρέπει ν’ αποδειχθεί ότι δεν έχουν παρέλθει 5 έτη

Το Δικαίωμα Φύτευσης ο παραγωγός μπορεί:

  • να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος για να επαναφυτεύσει στην ίδια ή άλλη έκταση
  • να το διαθέσει στο Εθνικό Αποθεματικό πριν τις 31.12.2015
  • να το μεταβιβάσει (και πουλήσει) μερικώς ή ολόκληρο σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πριν τις 31.12.2015

Η χρήση, η διάθεση στο Εθνικό Αποθεματικό, ή η μεταβίβαση γίνονται με έντυπα από τις ΔΑΟΚ ή με ιδιωτικό συμφωνητικό ή συμβολαιογραφική πράξη

Οι Άδειες Φύτευσης που θα χορηγηθούν από 1/1/2016 και αυτές που θα προκύψουν από την μετατροπή των Δικαιωμάτων Φύτευσης δεν θα μεταβιβάζονται ως άυλο στοιχείο, όπως σήμερα τα Δικαιώματα Φύτευσης θα μεταβιβάζονται μαζί με το αμπέλι (δηλαδή Άδεια, αμπέλι, γη)

Όσοι θέλουν να μεταβιβάσουν (είτε στο Εθνικό Αποθεματικό, είτε σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο), μόνο το Δικαίωμα Φύτευσης, πρέπει να το πράξουν πριν τις 31/12/2015

Η κληροδότηση Δικαιώματος Φύτευσης μέσω Διαθήκης διασφαλίζει επίσης την μεταβίβαση των Δικαιωμάτων Φύτευσης

Μετά την 1/1/2016 οι κάτοχοι Δικαιωμάτων Φύτευσης θα μπορούν:

  • είτε να προβούν οι ίδιοι σε φύτευση, αφού μετατρέψουν το δικαίωμα Φύτευσης σε Άδεια Φύτευσης
  • είτε να μεταβιβάσουν – το μετατραπέν Δικαίωμα Φύτευσης σε Άδεια Φύτευσης – μαζί με το αμπελοτεμάχιο
Οι Άδειες Φύτευσης από 1/1/2016 δεν θα μπορούν μόνες τους (χωρίς το αμπελοτεμάχιο), να γίνουν αντικείμενο εμπορίας, για να αποφευχθούν τα κρούσματα κερδοσκοπίας


Την πρώτη εκτίμηση της ελληνικής οινοπαραγωγής για την περίοδο 2015/2016, απέστειλε το τμήμα οίνου του ΥΠΑΠΕΝ στην Commission ανταποκρινόμενο στις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την κοινοτική νομοθεσία.

Σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη και με βάση τα στατιστικά στοιχεία που τηρεί η ΚΕΟΣΟΕ, ο όγκος της φετινής οινοπαραγωγής είναι ο μικρότερος από το 1990, ενώ και πριν το 1990 δεν έχει καταγραφεί τόσο χαμηλή παραγωγή.

Μπορεί η φετινή εκτίμηση να είναι κατά 5,36% μικρότερη από την περσινή, αλλά είναι κατά 12,28% μικρότερη από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας και κατά 30,511% χαμηλότερη από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας.

Η κάθετη πτώση της παραγωγής οφείλεται κυρίως στις καιρικές συνθήκες των τελευταίων εβδομάδων (κυρίως βροχοπτώσεις και υψηλή υγρασία) οι οποίες επηρέασαν αρνητικά μεγάλες αμπελουργικές περιοχές όπως της Αχαΐας, Κορινθίας Ηρακλείου Κρήτης κ.α. , περιοχές που ήδη είχαν παρουσιάσει προβλήματα από τις αρχές του καλοκαιριού.

Όσον αφορά τις κατηγορίες οίνων (ΠΟΠ, ΠΓΕ, Ποικιλιακοί) όλες σύμφωνα με την εκτίμηση του υπουργείου παρουσιάζουν αναλογική πτώση.


Η sangria (προφέρεται «σανγρία» και ελληνιστί «σανγκρία») είναι ένα δροσερό ισπανικό κοκτέιλ φρούτων με κρασί. Το όνομα της προέρχεται από την λέξη sangre που σημαίνει αίμα και ονομάστηκε έτσι λόγω του έντονου ερυθρού χρώματός της. Έχει τις ρίζες της στη μακρά ευρωπαϊκή ιστορία του ποτού punch.

Τη φήμη της η σανγκρία, ωστόσο, άρχισε να την αποκτά τον 20ό αιώνα και ειδικότερα έγινε γνωστή κάτα τη δεκαετία του ’60 σε μια διεθνή έκθεση στη Νέα Υόρκη όπου οι Ισπανοί προσέφεραν τη Σανγκρία. Από τότε έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο.

Η καλύτερη σανγκρία γίνεται με το ισπανικό κόκκινο κρασί Rioja, όμως οποιοδήποτε άλλο κόκκινο κρασί μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Υπάρχει και η λευκή σανγκρία (sangria blanco) η οποία παρασκευάζεται με λευκό κρασί.

Σας παραθέτουμε την αυθεντική συνταγή της διάσημης Σανγκρία και πάνω στη βασική συνταγή μπορείτε να κάνετε διάφορες παραλλαγές ανάλογα με τα φρούτα που διαθέτετε.

Η σανγκρία σερβίρεται κρύα και θεωρείται ποτό του καλοκαιριού.

Υλικά

  • 1 λίτρο ημίγλυκο κόκκινο κρασί
  • μισό ποτήρι μπράντι
  • χυμό από ένα λεμόνι
  • χυμό από ένα πορτοκάλι
  • 1 λεμόνι
  • 1 πορτοκάλι
  • 1 μήλο
  • 2 ροδάκινα
  • 1 κλωναράκι βανίλια ή εκχύλισμα βανίλιας
  • 3 ξύλα κανέλας
  • 6 γαρύφαλα
  • 2/3 της κούπας (120 γραμμ.) ζάχαρη
  • 2 κούπες (500 γραμμ.) γκαζοζα λεμόνι

Εκτέλεση

  • Σε ένα μεγάλο γυάλινο μπολ βάζουμε τη ζάχαρη, το κρασί, την κανέλα, τα γαρύφαλα, την βανίλια, το μπράντι, τα ανακατεύουμε με μια κουτάλα και τα αφήνούμε για 10 λεπτά.
  • Κόβουμε σε μικρά κομμάτια τα ροδάκινα και το μήλο. Το λεμόνι και το πορτοκάλι το κόβουμε σε ροδέλες.
  • Προσθέτουμε τα φρούτα και το χυμό από το λεμόνι και το πορτοκάλι μέσα στο κρασί. Ανακατεύουμε και σκεπάζουμε το μπολ με μια διαφανή μεμβράνη. Το βάζουμε στο ψυγείο για μια νύχτα.
  • Πριν το σερβίρουμε προσθέτουμε την γκαζόζα, ανακατευουμε και σερβίρουμε!

Η Οξύτητα είναι το στοιχείο που μας δίνει την αίσθηση της φρεσκάδας, του σφρίγους και της έντασης όταν δοκιμάζουμε ένα κρασί, κάνοντας την γεύση του πιο αιχμηρή. Στην οξύτητα και τον συνδυασμό της με το αλκοόλ, οφείλονται οι αντί-μικροβιακές ιδιότητες των οίνων. Τα κυριότερα οξέα που προέρχονται από τις ρόγες του σταφυλιού είναι το Τρυγικό οξύ, το Μηλικό οξύ και δευτερευόντως το Kιτρικό οξύ.

Το Tρυγικό οξύ δεν απαντάται σε άλλους καρπούς της φύσης εκτός από το σταφύλι. H συγκέντρωσή του στο γλεύκος των ώριμων σταφυλιών στις βόρειες αμπελουργικές χώρες φθάνει μέχρι και τα 6 γραμμάρια ανά λίτρο, ενώ σε νότιες και πιο θερμές περιοχές φθάνει τα 2-3 γραμμάρια ανά λίτρο. Είναι ένα ισχυρό οξύ, υπεύθυνο και για την διαμόρφωση του pH στο κρασί. Μείωση της περιεκτικότητας του τρυγικού οξέως μπορεί να παρατηρηθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες, λόγω της αδιαλυτοποίησης των τρυγικών αλάτων.

Το Mηλικό οξύ το συναντάμε σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Προέρχεται από τον μεταβολισμό των σακχάρων και απαντάται σε αφθονία στα μήλα. Βρίσκεται βέβαια και στις ρόγες των σταφυλιών.

Το Kιτρικό οξύ επίσης είναι διαδεδομένο στη φύση και περιέχεται σε μεγάλες ποσότητες στα εσπεριδοειδή και κυρίως στα λεμόνια. Η συγκέντρωσή του στο γλεύκος κυμαίνεται μεταξύ 0,5 και 1g/L. Μπορεί να μετατραπεί σε οξικό οξύ από τα γαλακτικά βακτήρια, γι’ αυτό και πρέπει να αποφεύγεται η προσθήκη του στο κρασί.

Εκτός από τα παραπάνω οργανικά οξέα, το γλεύκος περιέχει και μερικά ακόμη φαινολικά οξέα, σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Το Ασκορβικό οξύ είναι ένα απ’ αυτά. Έχει ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες και προστατεύει τις φαινολικές ενώσεις από τις οξειδώσεις.

To κρασί που προέρχεται από σταφύλια που προσβλήθηκαν από Βοτρύτη εμφανίζει μεγάλη περιεκτικότητα σε κάποια άλλα οξέα. Ένα απ’ αυτά είναι το Γλυκονικό οξύ, που μπορεί να φθάσει σε συγκεντρώσεις αρκετών γραμμαρίων, δημιουργώντας δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του τελικού προϊόντος, εμφανίζοντας προβλήματα σταθεροποίησης.

Οξέα όπως το Οξικό οξύ, το Μυρμηκικό οξύ και άλλα, παράγονται κατά την διάρκεια της ζύμωσης αλλά και μετά από αυτή. Αν το κρασί εκτεθεί σε περιβάλλον οξυγόνου παρουσία οξικών βακτηρίων, τότε μέρος της αιθυλικής αλκοόλης μετατρέπεται σε οξικό οξύ. Σε αυτό οφείλεται η πτητική οξύτητα και είναι υπεύθυνο για την μυρωδιά του ξιδιού. Η διαφορετικότητα της πτητικής οξύτητας από τα χαρακτηριστικά των άλλων οξέων, είναι η ιδιότητα του να βράζει και να εξατμίζεται όταν θερμαίνεται. Η οσμή του οξικού οξέως κατά βάση είναι δυσάρεστη, αλλά όταν βρίσκεται σε χαμηλές συγκεντρώσεις μπορεί να προσδώσει πολυπλοκότητα σε ένα κρασί. Σε υψηλές συγκεντρώσεις όμως, κάνει το κρασί ακατάλληλο για κατανάλωση.

Το Ηλεκτρικό οξύ είναι επίσης παράγωγο της ζύμωσης και δίνει εστέρες με αρώματα λουλουδιών.

Σε αρκετά λευκά κρασιά και στην πλειονότητα των ερυθρών απαντάται το Γαλακτικό οξύ. Είναι προϊόν μετατροπής του μηλικού οξέως μετά από ζύμωση που προκαλείται από τα γαλακτικά βακτήρια. Η διαδικασία της μηλογαλακτικής ζύμωσης στις περισσότερες περιπτώσεις επιδιώκεται και προκαλείται από τους οινοποιούς. Πραγματοποιείται μέσα σε βαρέλια, χαμηλώνει την ολική οξύτητα και δίνει στο κρασί μια ηπιότερη υφή και κάποιες επιπλέον αρωματικές ιδιότητες.

Η ολική οξύτητα εκφράζει το σύνολο των οξέων σε ένα γλεύκος αλλά το μέγεθός της δεν είναι ανάλογο της αίσθησης που αντιλαμβανόμαστε για το ξινό. Η ενεργός οξύτητας (pH) που εκφράζει την ολική συγκέντρωση των κατιόντων υδρογόνου είναι που μας κάνει να αντιληφθούμε το μέγεθος της οξύτητας (έκκριση σάλιου) στον στόμα για ένα κρασί.

Εκτός από την φυσική προέλευση των οξέων, ένα μέρος μπορεί να προστεθεί και από τον οινοποιό, κατά την διάρκεια της οινοποίησης. Η πλειονότητα των οξέων που συναντάμε στο κρασί είναι άοσμα αλλά μπορούμε να τα ανιχνεύσουμε στο στόμα. Κυρίως στα πλαϊνά της γλώσσας, όπου δημιουργείται μια αδρή καυστική αίσθηση που προκαλεί έντονη έκκριση σάλιου. Αυτό συμβαίνει ως μια φυσική αντίδραση του οργανισμού που προσπαθεί να αποκαταστήσει την ισορροπία στον ουρανίσκο. Όσο περισσότερο σάλιο παράγεται και όσο μεγαλύτερη διάρκεια έχει αυτή η αίσθηση, τόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο οξύτητας ενός κρασιού. Αν κατά την διάρκεια μιας γευστικής δοκιμής ο οργανισμός έχει έλλειψη υγρασίας, αυτό σημαίνει ότι η έκκριση του σάλιου θα είναι χαμηλότερη. Σε κρασιά που έχουν ωριμάσει σε δροσερές καιρικές συνθήκες συνήθως ανιχνεύουμε υψηλές ποσότητες οξύτητας, που κάνουν το στόμα να πλημμυρίζει.

Η παρουσία σακχάρων (γλυκύτητα) σε ένα κρασί αλλά και η υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλη μπορεί να καλύψει ως ένα βαθμό, την αίσθηση της οξύτητας. Όταν λοιπόν ανιχνεύουμε την παρουσία σακχάρων, θα πρέπει να γινόμαστε πιο υποψιασμένοι όσον αφορά στον βαθμό της οξύτητας, που ενδεχομένως θα είναι υψηλότερος. Τα κόκκινα και τα ροζέ κρασιά συνήθως παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα οξύτητας απ’ όσο τα λευκά.

Παρόλο που η έννοια της οξύτητας προκαλεί ένα δυσάρεστο αίσθημα σε πολλούς ανθρώπους, εντούτοις η σημασία της επηρεάζει αποφασιστικά τον χαρακτήρα του κρασιού. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δομικά του στοιχεία και η σύστασή της, επηρεάζει καίρια την ποιότητα του τελικού προιόντος. Γι αυτό τον λόγο, η απόφαση του οινοπαραγωγού για την κατάλληλη στιγμή που πρέπει να γίνει ο τρυγητός, όπου τα σάκχαρα με την οξύτητα είναι σε μια συγκεκριμένη αναλογία, είναι τεράστιας σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα.

του Στέφανου Κόγια IHCW μέσω του http://www.krasiagr.com/

Διαβάστε σχετικά: Τα κυριότερα οργανικά οξέα στο κρασί (τρυγικό, μηλικό, κιτρικό, οξικό, ηλεκτρικό, γαλακτικό)

Σερβίροντας το κρασί στο ένα τρίτο περίπου της χωρητικότητας του ποτηριού, ένα αέριο στρώμα σχηματίζεται επάνω από το υγρό και καταλαμβάνει τον ελεύθερο χώρο του. Τα οσφρητικά χαρακτηριστικά του κρασιού, που «βγαίνουν» από αυτό ως πτητικές αρωματικές ενώσεις, εξετάζονται δια της όσφρησης, ακολουθώντας τα παρακάτω βήματα:

Μυρίζουμε το κρασί φέρνοντας τη μύτη μας ιδιαίτερα κοντά στο ποτήρι, αρχικά χωρίς αυτό να ανακινηθεί.

Ακολουθεί μικρή και κατόπιν μια πιο αποφασιστική περιστροφή του ποτηριού, ώστε να επιτευχθεί ικανοποιητικής δύναμης και διάρκειας ανακίνηση του κρασιού και ξαναμυρίζουμε.

Σε αυτές τις κινήσεις καταγράφουμε τις εντυπώσεις για την κατάσταση της μύτης του κρασιού, που πρέπει να είναι ευχάριστη και κυρίως υγιής, την ένταση, την ποιότητα και τον χαρακτήρα της.

Όσο πιο δυναμικά, σύνθετα, πολύπλοκα και πυκνά εμφανίζονται τα αρωματικά χαρακτηριστικά τόσο το καλύτερο, αρκεί να βρίσκονται σε αρμονική συνύπαρξη μεταξύ τους και να μην είναι μονοδιάστατα, άκομψα και χονδροκομμένα. Εδώ φαίνεται αν το κρασί που δοκιμάζουμε εμφανίζει απλώς άρωμα ή bouquet, κατά πόσο εκτιμάμε ότι έχει ωριμάσει ή όχι σε βαρέλι και αν ο χαρακτήρας της μύτης του παρουσιάζει κάποια αρωματική αιχμηρότητα, γλυκύτητα, δροσιά ή θερμότητα κλπ.

Τα χαρακτηριστικά της μύτης του κρασιού που αναζητούμε

Κατάσταση του αρώματος

Αφορά στο αν και κατά πόσο η μύτη του κρασιού είναι ευχάριστη και υγιής, ή δυσάρεστη και προβληματική (στη δεύτερη περίπτωση μπορεί το κρασί να έχει κάποιο ελάττωμα).

Ένταση του αρώματος

Αφορά στο κατά πόσο η μύτη του κρασιού είναι αδύναμη, μέτριας έντασης, ή δυνατή.

Αρωματικός χαρακτήρας

Αφορά στις αρωματικές οικογένειες (ομάδες αρωμάτων) και πιο αναλυτικά στα συγκεκριμένα αρώματα (αρωματικούς τύπους), που θυμίζει και παραπέμπει ή μύτη του κρασιού και την ακριβή περιγραφή τους (όσο πιο πολύπλοκος είναι ο χαρακτήρας της μύτης του κρασιού, τόσο πιο δύσκολα αναγνωρίζεται και περιγράφεται). Παρακάτω αναφέρονται οι ομάδες που συναντάμε πιο συχνά και εντελώς ενδεικτικά κάποιοι τύποι αρωμάτων:

  • Αρώματα λουλουδιών (λευκών, ροζέ, κόκκινων κ.α.)
  • Αρώματα φρούτων (δένδρων, θάμνων, τροπικών,, ξερών κ.α.)
  • Αρώματα χόρτων, φυτών (χλωρών και ξερών) και καρπών (αρωματικών , κονσέρβας, κομπόστας, μαρμελάδας, ξερών, σε αλκοόλ, λικέρ, ζαρζαβατικών κ.α.)
  • Αρώματα ξηρών καρπών (όλων των ειδών)
  • Αρώματα τροφών (τυριού, βουτύρου, ψωμιού, ζαμπόν, μαγειρεμένου κρέατος κ.α.)
  • Αρώματα γης (φρεσκοκομμένου χόρτου, χώματος, μανιταριού κ.α.)
  • Αρώματα ζωικά (δέρματος κ.α.)
  • Αρώματα μπαχαρικών (όλων των ειδών)
  • Αρώματα βαλσαμικά (με κυριότερο αυτό της ρητίνης)
  • Αρώματα γλυκά ή και καβουρδισμένα (μελιού, καραμέλας, σοκολάτας κ.α.)
  • Αρώματα ξύλου (βανίλιας, κέδρου, καπνού, καφέ κ.α.)
  • Αρώματα χημικά ή μικροβιακά (όπως διαφόρων ζυμών, αλλά τις περισσότερες φορές αφορούν σε δυσάρεστα αρώματα που φανερώνουν κάποιο ελάττωμα του κρασιού και μπορεί να καταστρέψουν ακόμα και όλο τον αρωματικό του χαρακτήρα).

Η μύτη του κρασιού δίνει πολλές φορές όξινη, γλυκιά, δροσερή, θερμή, μεταλλική, ή και ορυκτή αίσθηση, που επηρεάζει ουσιαστικά το χαρακτήρα της.